- παντοδύναμος
- omnipotent
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παντοδύναμος — all powerful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδύναμος — η, ο 1. αυτός που μπορεί να κάνει πολλά: Με τη θέση που έχει είναι παντοδύναμος. 2. αυτός που μπορεί να κάνει τα πάντα, ως επίθ. του Θεού: Όλα τα μπορεί ο Θεός, γιατί είναι παντοδύναμος. Ως ουσ., Παντοδύναμος ο ίδιος ο Θεός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παντοδύναμος — η, ο / παντοδύναμος, ον, Α και πανταδύναμος, ον, ΝΜΑ αυτός που μπορεί να πράξει τα πάντα, πανίσχυρος νεοελλ. μσν. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντοδύναμος προσωνυμία τού Θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο δύναμος] … Dictionary of Greek
παντοδυνάμως — παντοδύναμος all powerful adverbial παντοδύναμος all powerful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδύναμον — παντοδύναμος all powerful masc/fem acc sg παντοδύναμος all powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδυνάμοις — παντοδύναμος all powerful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδυνάμου — παντοδύναμος all powerful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδυνάμους — παντοδύναμος all powerful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδυνάμῳ — παντοδύναμος all powerful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδύναμα — παντοδύναμος all powerful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδύναμε — παντοδύναμος all powerful masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)